Για μια ζωγραφική της αποκάλυψης
_______________________________________________________________    

Στη βασιλόπιτα της τέχνης υπάρχει ένα φλουρί για όλους. Αρκεί να ψάξει ο καθένας ανάλογα με την παιδεία ή τις αντιλήψεις του. Μακριά όμως από δογματισμούς ή αφελείς ματαιοδοξίες. Εφόσον αποδείχτηκε πλέον πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος συντηρητισμός από την ακαδημία του μοντέρνου και τη συμπεφωνημένη, λόγω αγοράς, αβανγκάρντ.
Στη σύγχρονη τέχνη περισσότερο από τα έργα κοιτάμε τον εαυτό μας που κοιτάει. Ευτυχώς! Παρακολουθούμε δηλαδή τις αντιδράσεις μας εμπρός στο ανοίκειο ή το άγνωστο. Ελέγχουμε το πώς συνήθως  διαβάζουμε την πραγματικότητα μέσα από τα κλισέ. Έτσι, οι μηντιακές εικόνες συχνά μας καθοδηγούν ως προς την «κατανόηση» ενός έργου τέχνης, εφόσον η τηλεόραση, με ευθύνη όλων μας, έχει καταστεί το ουσιαστικό «σχολείο» αισθητικής αγωγής και κοινωνικών συμπεριφορών. Η τηλεόραση παράγει πρότυπα και θα ήταν αφέλεια ή υποκρισία να τα παρακάμψουμε. Η ζωγραφική παρά την διαχρονική γοητεία της βολεύεται σε μια δεύτερη θέση. Μήπως θα έπρεπε να αντιδράσουμε; Οι τεράστιες σχεδόν μπαρόκ συνθέσεις του Σάββα Πουρσανίδη συνιστούν μια τέτοια πρόταση για αντίδραση κυρίως λόγω του οπτικού σοκ που δημιουργούν.
Η σύγχρονη τέχνη θέλει –πρέπει– να πάρει θέση και να μας ωθήσει να δούμε την εικόνα του κόσμου κριτικά, να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες ερμηνείες του αμφισβητώντας τις παγιωμένες μας ασφάλειες. Να μη φοβόμαστε τον σαρκασμό για τη γελοιότητα που μας περιβάλλει αλλά τη γελοιότητα την ίδια. Αυτό συνιστά μιαν ανοιχτή πρόκληση καθιστώντας τον θεατή συνένοχο του δημιουργού. Ιδού μια καινούρια, όσο και δύσκολη, ελευθερία.

Ο Σάββας Πουρσανίδης τώρα επιμένει σε κάτι που στις μέρες μας θεωρείται δεδομένο (ενώ δεν είναι) ή είναι ξεχασμένο (ενώ δεν θα έπρεπε), το σχέδιο. Εμμανής ο ίδιος του σχεδίου και μάλιστα στην πλέον λεπτολόγο, αναλυτική, ακαδημαϊκή, ακόμη, εκδοχή του, ο ζωγράφος χτίζει με αυτό σώματα, τα σώματα οργανώνουν χώρους, οι χώροι εξαπλώνονται απειλητικοί, η δράση των σωμάτων εν χώρω οδηγεί τέλος σε μιαν ιδιότυπα θεατρική ατμόσφαιρα. Οι τεράστιοι, χειροποίητοι καμβάδες του Πουρσανίδη λειτουργούν σαν σκηνή η οποία μέσα από φώτα και σκιές, μέσα από σιωπές και αιφνίδιους ήχους, ανα-παριστά το συνεχώς αναβαλλόμενο και διαρκώς παρόν δράμα της ύπαρξης. Οι τωρινές συνθέσεις του διατυπώνονται μέσα από μια υποβλητική grisaille διαδικασία η οποία και καθιστά ακόμα πιο πολύτιμη τη δράση του χρώματος. Αυτό που βλέπουμε είναι γυμνές φιγούρες μουσικών, έναν θίασο καταραμένων εορταστών που έρχονται από το πουθενά με τα έγχορδα και τους ζουρνάδες τους για να καταλήξουν σ' ένα ζωγραφικό inferno. Καμία σωτηρία πουθενά. Ιδωμένα τα σώματα υπό έκκεντρες οπτικές γωνίες αιφνιδιάζουν τον θεατή και ταυτόχρονα   δημιουργούν αξιοπρόσεχτη ανησυχία. Η επίτευξή του υποδόριου φόβου είναι το μεγάλο κέρδος αυτής της αντισυμβατικής όσο και συνειδητά αναχρονιστικής ζωγραφικής. Ο Πουρσανίδης δεν ενδιαφέρεται για το παρόν, μόνο το παρελθόν τον εμπνέει επειδή εκεί κρύβονται τα μυστικά της μεγάλης δημιουργίας. Τα πράγματα πρέπει να ξαναγίνουν μαγικά αλλιώς δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Η μουσική με την εκστασιακή της δυνατότητα και ο χορός με την οργιαστική του διάσταση θα βοηθήσουν για αυτό. Η εικόνα έπεται. Η ζωγραφική στέκει τώρα ως ο χρονικογράφος του συντελεσθέντος θαύματος. Οι αναφορές του Πουρσανίδη είναι αρκετές όσο και το στιβαρά κατακτημένο του ύφος. Από το Velicovic στα ανατομικά σχέδια του Vesalius, και από τον κλασικισμό του David στα τερατικά σώματα του Bacon. Ενωτικό στοιχείο όλων αυτών η γοητεία του σχεδίου, και η απελευθερωτική δυνατότητα της μουσικής. Μόνο που αυτή η τελευταία ούτε ερμηνεύεται ούτε περιγράφεται.
Στην εποχή που οι εικόνες κατακυριεύουν τα πράγματα επειδή η ορατότητα κατάντησε δυνάστης και που υπάρχει μόνο ό, τι φαίνεται, η ζωγραφική ζητεί εκ νέου να εκπληρώσει την παλιά της αποστολή: Να μεσιτεύσει δια του ορατού στο αόρατο και να ξαναδιεκδικήσει τη ψυχή των πραγμάτων κατοχυρώνοντας όμως πάνω απ’ όλα το σώμα τους. Αν ο Duchamp μέσα από μία ντανταϊστική άρνηση καταδίκαζε τη ζωγραφική του αμφιβληστροειδούς ως χυδαία, σήμερα η ζωγραφική, υπό προϋποθέσεις, αναλαμβάνει μία σταυροφορία εναντίον της χυδαιότητας του ορατού και διεκδικεί την επιφάνεια-θεοφάνεια εκείνου που κρύβεται πίσω από την όραση. Του σώματος που αναζητεί την αθανασία του. Των “καταραμένων” σωμάτων του Πουρσανίδη που όμως ονειρεύονται μέσα από την κόλαση έναν παράδεισο. Γι’ αυτούς τους λόγους συνοπτικά καταδικάζουμε τη ζωγραφική της διακόσμησης, γι’ αυτούς τους λόγους αποκηρύσσουμε και τη ζωγραφική που ντρέπεται για το σώμα της κρυμμένη πίσω από αφηρημένες έννοιες και εξυπνακίστικα τρικ. Γι’ αυτό ζητάμε μία ζωγραφική της αποκάλυψης, το πιο δύσκολο!

ΥΓ. Εν είδει επιλόγου, κάποιοι πρόχειροι στίχοι σχετικοί με το σώμα και την απουσία του:
ΧΕΙΡΑΨΙΑ
Η χειρολαβή, ζεστή ακόμη από το χέρι του προηγούμενου
άμεση επαφή, έμμεση γνωριμία,
νοερή χειραψία μεταξύ αγνώστων,
τελευταίο όριο επικοινωνίας.
Σε μια πόλη εχθρών.

 

Μάνος Στεφανίδης
επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών